- νεοπτορθής
- νεοπτορθής, -ές (Μ)αυτός που έχει νέους πτόρθους, δηλ. νέους κλάδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -πτορθής (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. παμ-πορθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόπτορθος — νεόπτορθος, ον (Μ) νεοπτορθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πτορθος (< πτόρθος «κλάδος»), πρβλ. φιλό πτορθος] … Dictionary of Greek